TALKING - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

TALKING - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Talking (disambiguation); Talking (song)

TALKING         

ألاسم

تَحَاوُر ; تَحَدُّث ; تَخَاطُب ; تَكَلُّم ; حِوَار ; قَوْل ; كَلَام ; مُحَادَثَة ; مُحَاوَرَة ; مُخَاطَبَة ; مُكَالَمة ; مُنَاظَرَة ; مُنَاقَشَة

الفعل

أَفَاضَ بكَلمَة ; اِنْتَطَقَ ; تَجَاذَبُوا أَطْرافَ الحَدِيث ; تَحَاجَّ ; تَحَاوَرَ ; تَحَدَّثَ ; تَخَاطَبَ ; تَفَوَّهَ ; تَكَالَمَ ; تَكَلَّمَ ; تَلَفَّظَ ; لَغَا ; لَفَظَ ( كَلِمَةً ونَحْوَهَا ) ; نَطَقَ

الصفة

كَلِيم ; مُتَحَدِّث ; مُتَكَلِّم ; مُحَادِث ; مُحَاوِر ; مُحَدِّث ; مُخَاطِب ; مُكَلِّم

speech         
  • alt=Diagram of the brain
HUMAN VOCAL COMMUNICATION USING SPOKEN LANGUAGE
Speaking; Speach; Human speech; Speaking (activity); Speech Communication; Speech communication; Voice communication; Speech Communications; Speaks; Speech articulation; 🗣; Neuroscience of speech
كَلام
SPEAKING         
  • alt=Diagram of the brain
HUMAN VOCAL COMMUNICATION USING SPOKEN LANGUAGE
Speaking; Speach; Human speech; Speaking (activity); Speech Communication; Speech communication; Voice communication; Speech Communications; Speaks; Speech articulation; 🗣; Neuroscience of speech

ألاسم

تَحَاوُر ; تَحَدُّث ; تَخَاطُب ; تَكَلُّم ; حِوَار ; قَوْل ; كَلَام ; مُحَادَثَة ; مُحَاوَرَة ; مُخَاطَبَة ; مُكَالَمة ; مُنَاظَرَة ; مُنَاقَشَة

الفعل

أَفَاضَ بكَلمَة ; اِنْتَطَقَ ; تَحَاجَّ ; تَحَادَثَ ; تَحَاوَرَ ; تَحَدَّثَ ; تَخَاطَبَ ; تَفَوَّهَ ; تَكَالَمَ ; تَكَلَّمَ ; تَلَفَّظَ ; قالَ ; لَغَا ; لَفَظَ ( كَلِمَةً ونَحْوَهَا ) ; نَبَسَ ; نَطَقَ

Ορισμός

talking
n. to do the talking (she did all the talking)

Βικιπαίδεια

Talking

Talking may refer to:

  • Speech, the product of the action of to talk
  • Communication by spoken words; conversation or discussion
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για TALKING
1. "Otherwise, we might be talking and talking and talking and talking and talking and talking." He paused, then asked again.
2. "They‘re just talking and talking and talking, and talking is not enough.
3. So we‘re talking not about talking to be talking.
4. Said Baykal÷ "Now we are talking, the universities are talking, the Supreme Court is talking, the lawyers are talking.
5. But how can it be prevented?" "Talking, talking, talking, and offering dialogue, sanctions, sanctions, sanctions.